- δηναιος
- δηναιόςдор. δᾱναιός 31) стародавний, древний
(Φορκίδες κόραι Aesch.)
2) долгий, долговечный(κλέος Theocr.; βίος Anth.)
μάλ΄ οὐ δ. Hom. — недолговечный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Φορκίδες κόραι Aesch.)
(κλέος Theocr.; βίος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δηναιός — δηναιός, ή, όν και δωρ. τ. δαναιός, ά όν (Α) 1. μακροχρόνιος, διαρκής 2. γέροντας 3. αρχαίος, παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην +… … Dictionary of Greek
δηναιός — long lived masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιά — δηναιός long lived neut nom/voc/acc pl δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc/acc dual δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιῶν — δηναιός long lived fem gen pl δηναιός long lived masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιόν — δηναιός long lived masc acc sg δηναιός long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιαί — δηναιός long lived fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοῖσι — δηναιός long lived masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοί — δηναιός long lived masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοῦ — δηναιός long lived masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιούς — δηναιός long lived masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιᾶς — δηναιός long lived fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)